ακροθιγής

ακροθιγής
ης, ες лёгкий; поверхностный, беглый, неглубокий;

ακροθιγής εξέτασις τού σχεδίου — поверхностное рассмотрение плана


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακροθιγής" в других словарях:

  • ακροθιγής — ές (Α ἀκροθιγής) 1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος 2. επίρρ. ακροθιγώς α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια νεοελλ. αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά …   Dictionary of Greek

  • ἀκροθιγῆ — ἀκροθιγής touching on surface neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκροθιγής touching on surface masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκροθιγής touching on surface masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθιγεῖς — ἀκροθιγής touching on surface masc/fem acc pl ἀκροθιγής touching on surface masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθιγές — ἀκροθιγής touching on surface masc/fem voc sg ἀκροθιγής touching on surface neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθιγῶς — ἀκροθιγής touching on surface adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»